Δευτέρα 9 Μαΐου 2011
Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ
Είμαι ο Λάζαρος.
Είμαι 27, ψηλός, λεπτός
όμορφος,
με μακριά ξανθά μαλλιά
και μπλε μάτια.
Πάντα απολάμβανα τη ζωή.
Όταν προσκαλώ φίλους
πάντα διασκεδάζουμε
με καλό φαγητό και εξαιρετικό κρασί.
Αντιπαθώ όλα τα είδη δουλειάς.
Όταν αγοράζω κάτι
είναι για καθαρή ευχαρίστησή μου.
Δεν έχω εχθρούς.
Προτιμώ τις ευχάριστες σχέσεις
από τις περίπλοκες.
Είμαι απλά χαρούμενος που είμαι ο εαυτός μου
και ποτέ δεν θ’ αντάλλαζα
την μοίρα μου με κάποια άλλη.
Μερικές φορές πριν κοιμηθώ,
μου αρέσει να ξαπλώνω στο κρεβάτι
και να συλλογίζομαι.
Αλλά δεν είμαι φιλόσοφος
Έτσι δεν φτάνω σε κανένα συμπέρασμα.
Τότε παραδίνομαι
στον ύπνο μ’ευχαρίστηση
όπως ακριβώς κάποιος που δέχεται
τον κόσμο έτσι όπως είναι.
Φυσικά συνειδητοποιώ
ότι υπάρχει μιζέρια γύρω μου
αλλά το αποδέχομαι
σαν κάποιον που δέχεται
την κακοκαιρία
στην ασφάλεια ενός ζεστού σπιτιού.
Ω, Θεέ μου!
Υπάρχουν τόσοι πολλοί
άστεγοι εκεί έξω
που με κάνουν ν’ αναρωτιέμαι
τι θα έκανα,
αν ήμουν στη θέση τους.
Κατευθείαν απαντάω στον εαυτό μου
ότι δεν θα ήμουνα
ποτέ στη θέση τους.
Με τίποτα!
Είναι μόνο ένας εφιάλτης.
Επί τη ευκαιρία,
Θα ήθελα ν’ αναφέρω
Μια ασήμαντη σύμπτωση
που με ενοχλεί εδώ
και λίγο καιρό.
Όπως είπα,
ονομάζομαι Λάζαρος.
Τώρα, στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου
υπάρχει ένας ζητιάνος
που επίσης ονομάζεται Λάζαρος.
Είναι περίπου στην ίδια ηλικία μ’ εμένα.
Είναι επίσης ψηλός και ξανθός
και ίσως να ήταν κι αυτός όμορφος
αν ήταν πιο τυχερός.
Μοιάζει να λιμοκτονεί για χρόνια.
Είναι σκελετωμένος και βρώμικος
και η επιδερμίδα του είναι γεμάτη πληγές.
Μερικές φορές του πετάω
τ’ αποφάγια του δείπνου μου.
Τον λυπάμαι, βλέπετε.
Αλλά επίσης με αηδιάζει.
Είναι τόσο τιποτένιος.
Μόνο τα σκυλιά που τον περιτριγυρίζουν,
για να μοιραστούν το φαγητό του,
δε φαίνεται ν’ αηδιάζουν.
Απλά, γλύφουν τις πληγές του
κι εκείνος τους μιλάει
όσο τα ταΐζει.
Δεν ξέρω τι να
σκεφτώ και πώς να αισθανθώ γι αυτόν.
Γιατί αυτός γεννήθηκε για να υποφέρει
όταν εγώ γεννήθηκα για ν’ απολαμβάνω;
Τέλος πάντων, η ζωή είναι ζωή.
Δεν υπάρχει τίποτα κοινό
ανάμεσα σ’ εμάς τους δυο,
εκτός από το όνομα.
Υπάρχει μια τεράστια άβυσσος ανάμεσά μας
που είναι μοιραίο να μεγαλώνει
όσο περνάει ο καιρός
γιατί αυτός γίνεται όλο και πιο φτωχός
και πιο άρρωστος συνεχώς
όταν εγώ γίνομαι όλο και πιο πλούσιος
κι ευτυχισμένος.
Οι φίλοι μου με ρωτάνε
γιατί τον κρατάω
στο κατώφλι μου.
Δεν μπορούν ν’ αντέξουν στη θέα του
ούτε στη μυρωδιά του…
Οι φιλενάδες μου είναι αναγκασμένες
να κρατάνε τα φουστάνια τους μακριά απ’ αυτόν
και τα σκυλιά του,
όταν διασχίζουν το κατώφλι μου.
Αλλά τον αφήνω να κείτεται εκεί.
Έχω το παράξενο προαίσθημα
ότι σύντομα θα πεθάνει.
Γιατί στο καλό
έχει διαλέξει το κατώφλι μου
για να πεθάνει;
Ο φτωχός Λάζαρος
Με λένε Λάζαρο.
Όλα όσα μπορώ να θυμηθώ
από την παιδική μου ηλικία
είναι ο ήλιος να λαμπιρίζει
στα φύλλα μιας βερικοκιάς.
Πάντα ήμουν φτωχός αλλά υγιείς.
Από την παιδική μου ηλικία
βρέχει συνεχώς.
Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν
σαν κατάρα πάνω μου ασταμάτητα.
Μου μούλιασε τα κόκκαλα.
Παρέσυρε μακριά τη ζωή μου,
το σπίτι μου, ακόμα και το δέρμα μου.
Τα κόκκαλά μου πονάνε τόσο
που έχω πέσει μισοπεθαμένος
μπροστά από αυτό το σπίτι.
Σα μια μαριονέτα
που τα σχοινιά της κόπηκαν ξαφνικά.
Μέσα στο σπίτι υπάρχει πάντα διασκέδαση
αλλά η μουσική δε φαίνεται να
με κάνει χαρούμενο πια.
Μου πετάνε φαγητό για να επιβιώσω
και το αφεντικό του σπιτιού
με κοιτάζει να τρώω.
Νομίζω ότι ικανοποιείται όταν τρώω.
Αλλά φοβάμαι πως δε θα μπορώ
Να τον βοηθάω για πολύ ακόμα.
Είμαι σοβαρά άρρωστος και ετοιμοθάνατος.
Ας είναι ικανοποιημένος
με κράτησε εδώ μέχρι το τέλος.
Ίσως να τον αφήνω για να
τον αποδεσμεύσω απ’ το βάρος μου.
δε θα χρειαστεί να με διώξει.
Ο πλούσιος Λάζαρος
Ποιος θα το πίστευε
ότι πέθανα μαζί
με τον φτωχό Λάζαρο αυτή την άνοιξη!
Αυτό ξεπερνούσε τις προσδοκίες μου…
Ποτέ δεν περίμενα
να βρω τον εαυτό μου σ’ ένα τέτοιο μέρος.
Πολύ δυσάρεστο, εντελώς αντίθετο
από τη θέση που μου αρμόζει!
Εδώ βρομάει καμένη γόμα.
κάποιος ρίχνει συνέχεια προσάναμμα
για να συνεχίσει αυτή η φωτιά να καίει αιώνια.
Περιμένω κάποιον
να μου εξηγήσει γιατί ήρθα στην κόλαση.
Ποτέ δεν σκότωσα ή έκλεψα κανέναν.
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω
Ότι η αδιαφορία είναι η μεγαλύτερη αμαρτία.
Ο φτωχός Λάζαρος
Η επιδερμίδα μου είναι τώρα καθαρή και απαλή.
Είμαι ξαπλωμένος στη σκιά μιας βερικοκιάς.
Είναι σα να μην έχω αφήσει ποτέ αυτό το μέρος.
Είμαι σίγουρος τώρα ότι ήμουν πάντα ένας ευτυχισμένος άνθρωπος!
Ο πλούσιος Λάζαρος
Έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ
ότι τιμωρούμαι
για την ευκολία με την οποία
έπεφτα για ύπνο.
Στη γη
έχω πέντε αδέλφια.
Τους λένε…
Απολαμβάνουν
την άνεση και την πολυτέλεια
χωρίς να υποψιάζονται
ότι τίποτα
δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Εντελώς απληροφόρητοι για το ότι
η ζωή δεν ανήκει σε αυτούς.
Προσεύχομαι συνέχεια στον Κύριο
και παρακαλώ τον αγαπημένο Λάζαρο
να τους δώσει μια ευκαιρία
να δουν και να νιώσουν
πριν να είναι πολύ αργά…
Πριν παρθεί η τελευταία τους πνοή,
πριν λησμονηθούν τα ονόματά τους,
πριν γραφτεί «ΤΕΛΟΣ»
στα βιβλία τους από τους αγγέλους,
πριν το παιχνίδι τελειώσει
και όσο αυτοί ξαπλώνουν ακόμα
στα ζεστά τους κρεβάτια
σε τέλεια ανάπαυση και απάθεια,
σε ικετεύω, ΚΥΡΙΕ,
τσάκισε τις καρδιές τους!
Τετάρτη 4 Μαΐου 2011
The rich and the poor Lazarus
I am Lazarus.
I’m 27, tall, slim,
handsome,
with long blond hair
and blue eyes.
I’ve always enjoyed life.
When I invite friends
we always have a good time
with good food and excellent wine.
I detest all kinds of work.
Whenever I purchase anything,
it is for pure pleasure.
I have no enemies.
I prefer pleasant relationships
to complex ones.
I’m just happy to be myself
and I’d never exchange
my fate for another.
Sometimes, before I get to sleep,
I enjoy lying in bed
and reflecting.
But I’m not a philosopher
so I never reach a conclusion.
Then I comfortably
surrender to sleep
just like one who surrenders
to the world as it is.
Of course, I do realize
there is misery around me
but I accept it
just like one who accepts
stormy weather
in the shelter of a warm home.
Alas!
There are so many
homeless out there
who make me wonder
what I would do,
if I were in their place.
I immediately answer myself
that I would never be
in their shoes.
No way!
It’s just a nightmare.
By the way,
I would like to mention
a trifle coincidence
that has been bothering me
for a while now.
As I said,
my name is Lazarus.
Now, at my doorsteps
there’s a beggar
whose name is also Lazarus.
He’s about the same age as me.
He’s also tall and blond
and he might have been handsome, too
if he were luckier.
He must have been starving for ages.
He’s skinny and filthy
and his complexion is full of wounds.
Sometimes I throw him
the leftovers of my dinner table.
I pity him, you see.
But he also disgusts me.
He’s so miserable.
Only the dogs that gather
around him to share his food
don’t seem to get disgusted.
They just lick his wounds
and he speaks to them
as he feeds them.
I don’t know what to
think and how to feel about him.
Why was he born to suffer
while I was born to enjoy?
Anyway, life is life.
There’s nothing common
between us two
except for the name.
There’s a huge abyss between us
which is bound to widen
as time goes by
because he gets poorer
and more ill all the time
while I’m getting richer
and happier.
My friends have been asking me
why I keep him
at my doorstep.
They can’t stand the sight of him.
neither his smell…
My girlfriends have to
keep their garments away from
him and his dogs
when they cross my threshold.
But I let him lie there.
I have the strange feeling
he is soon going to die.
Why, on Earth,
has he chosen my doorsteps
to die on?
The poor Lazarus
I’m called Lazarus.
All I’ve ever been able to recall
from my childhood
is the sun glittering on the leaves
of an apricot tree.
I’ve always been poor but healthy.
Ever since my childhood
it has been raining.
Raindrops have been falling
like a curse on me.
It’s soaked me to the bone.
It’s swept away my life,
my home, even my skin.
My bones have been aching so
that I’ve dropped half dead
in front of this house.
Just like a puppet
whose strings were suddenly cut.
Inside the house there’s always fun
but music doesn’t seem to
make me happy any longer
I have been thrown food to survive
and the lord of the house
has been watching me eat.
I feel it satisfies him when I eat.
But I’m afraid I won’t be able to
comfort him for much longer.
I’m seriously ill and I’m about to die.
Let him be satisfied
he’s kept me here till the end.
I might also be leaving him
to relieve him from my burden.
He won’t have to cast me away.
Who would have guessed
that I died along with
the poor Lazarus this spring!
That was far beyond my expectations…
Neither had I ever expected
to find myself in a place like this.
So unpleasant, quite unlike my place!
Here it stinks of burning rubber.
Somebody has been throwing tinder sticks
to keep this fire burning eternally.
I’ve been waiting for someone
to explain to me
why I have come to Hell.
I’ve never killed or robbed anyone.
I still can’t believe that
indifference is the greatest sin.
The poor Lazarus
My complexion is now clean and smooth.
I’ve been lying in the shadow of an apricot tree.
It feels as if I had never left this place.
I’m sure now I’ve always been a happy man!
The rich Lazarus
I have started to realize
that I am being punished
for the ease with which
I used to fall asleep.
Back on earth
I have five siblings;
They’re called ………..
They’ve been enjoying
comfort and luxury
without ever suspecting
that nothing is
to be taken for granted.
Totally unaware of the fact that
Life does not belong to them.
I’ve been praying to Lord
and begging dear Lazarus
to give them a chance of
seeing and feeling
before it is too late…
Before their last breath is taken,
before their names are forgotten,
before ‘the End’ is written
in their books by the angels,
before the game is over
and while they’re still lying
in their warm beds
in total cosiness and apathy,
I beg you, LORD,
batter their hearts!